- ξυρήκης
- ξυρήκηςkeen as a razormasc/fem acc pl (attic epic doric)ξυρήκηςkeen as a razormasc/fem nom/voc pl (doric aeolic)ξυρήκηςkeen as a razormasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυρήκης — ξυρήκης, ες (Α) 1. οξύς, κοφτερός σαν ξυράφι («αἱ δὲ λόγχαι αὐτῶν εὐπλατεῑς καὶ ξυρήκεις», Πολυδ.) 2. (σε παθ. σημ.) ξυρισμένος μέχρι το δέρμα 3. ξυρήσιμος* 4. φρ. «κουρά ξυρήκης» κούρεμα σύρριζα, μέχρι το δέρμα, ως ένδειξη μεγάλου πένθους.… … Dictionary of Greek
ξυρήκει — ξυρήκης keen as a razor masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ξυρήκης keen as a razor masc/fem/neut dat sg ξυρήκεϊ , ξυρήκης keen as a razor dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρῆκες — ξυρήκης keen as a razor masc/fem voc sg ξυρήκης keen as a razor neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυρήκεις — ξυρήκης keen as a razor masc/fem acc pl ξυρήκης keen as a razor masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακή — (I) ἀκὴ, η (Α) αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀκὴ ανάγεται στη ΙΕ ρίζα *ακ που σήμαινε «οξύς, αιχμηρός, κοφτερός». Με την ίδια ρίζα συνδέονται πολλές λέξεις τής Ελληνικής, όπως ἄκρος, ἄκων, ἀκόντιον, ἀκμή, ἀκόνη κ.ά. Αντίθετα προς τη λ. ἀκή, που σώθηκε… … Dictionary of Greek